γκόμενος

γκόμενος
ο
θηλ. (λ. βενετ.), ο ερωτικός σύντροφος έξω από ένα νόμιμο γάμο, ο ερωτικός φίλος ή η ερωτική φίλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκόμενος — ο (θηλ. γκόμενα, η) 1. εραστής 2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. <… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • γκόμενα — η βλ. γκόμενος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”